- αμιθεος
- ἁμίθεοςἁμίθεος, ἀμίθεος(ᾱ) ὅ дор. = ἡμίθεος См. ημιθεος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἁμίθεος — ἁ̱μίθεος , ἡμίθεος demigod masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίθεος — Μυθολογικός όρος.Αυτός που ο ένας από τους γεννήτορές του είναι θεός και o άλλος θνητός. Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις μυθολογικές παραδόσεις άλλων λαών οι ήρωες που πραγματοποίησαν άθλους ανώτερους από το κοινό μέτρο,… … Dictionary of Greek